- περιποιητικότητα
- η, Ν [περιποιητικός]η ιδιότητα τού περιποιητικού, η προθυμία για την παροχή περιποιήσεων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοφροσύνη — η, ΝΜΑ [φιλόφρων, ονος] 1. φιλική διάθεση, ευγενική συμπεριφορά, φιλοφρόνηση νεοελλ. 1. (γενικά) ευγένεια, περιποιητικότητα, ευπροσηγορία 2. φρ. «διεθνής φιλοφροσύνη» διεθν. δίκ. σύνολο κανόνων συμπεριφοράς τών κρατών αρχ. 1. ευδιαθεσία, ευθυμία… … Dictionary of Greek
φιλοφροσύνη — η 1. φιλική διάθεση, περιποιητικότητα, ευγένεια, ευγενική συμπεριφορά: Υπήρχε φιλοφροσύνη στη φιλοξενία. 2. φιλική υποδοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοφρόνηση — η 1. φιλική συμπεριφορά σε κάποιον, περιποιητικότητα, περιποιήσεις: Μας δέχτηκαν με φιλοφρόνηση. 2. φιλοφρόνημα, κομπλιμέντο, τσιριμόνια: Οι φιλοφρονήσεις κολακεύουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)